-
1 γλωσσ-αργία
γλωσσ-αργία, ἡ, = γλωσσαλγία. Bei Luc. Lexiph. 19 καὶ σιωπὴν ἐπιβάλλειν τινί = Maulsperre.
-
2 τρυφή
τρυφή, ἡ, 1) Weichlichkeit, Ueppigkeit, Schwelgerei; Eur. Phoen. 1498; τρυφὰς τρυφᾶν, Bacch. 968, u. öfter; – ἐξέλαμψε τῶν γυναικῶν ἡ τρυφή, Ar. Lys. 381; vornehmes Leben; Plat. vrbdt τρυφὴ καὶ ἀκολασία, Gorg. 492 c; καὶ μαλϑακία, Rep. IX, 590 b; καὶ ἀργία, Legg. X, 901 e; καὶ ῥᾳϑυμία, ib. c; – auch übermüthige, schnöde Behandlung, Mißhandlung, καὶ ὕβρις, Gorg. 525 a; ὑπερηφάνως ζώντων διὰ τρυφάς, Legg. III, 691 a. – 2) Schwächlichkeit, Zerbrechlichkeit, Sp.
-
3 μαλακία
μαλακία, ἡ, Weichheit, bes. Weichlichkeit, wie sie bes. den Persern von den Griechen vorgeworfen wird, Isocr. 4, 149, Μήδων, Xen. Cyr. 8, 8, 15, μαλακίᾳ ϑρυπτομένου, Conv. 8, 8; Plat. vrbdt μαλακία καὶ ἀργία, Rep. III, 398 e, καὶ ἡμερότης, ib. 410 d; διὰ μαλακίαν ψυχῆς, Gorg. 491 b; καὶ ῥᾳϑυμία, Is. 10, 11; καὶ ἀταξίη, Her. 6, 11; der καρτερία entgegengesetzt, Mangel an Thatkraft, an kräftigen Entschlüssen, Schlaffheit im Handeln, Xen. Ages. 5, 2, wie auch Thuc. 1, 122 ἀξυνεσία, μαλακία, ἀμέλεια als Fehler der Bürger zusammenstellt; Arist. eth. 3, 7 erkl. es als τὸ φεύγειν τὰ ἐπίπονα; ἡ τρυφὴ μαλακία τίς ἐστι 7, 7. Von körperlicher Schwachheit, Her. v. Hom. 36. – Bei Isae. 8, 36 παράγων ἄνδρα ϑεραπείαις καὶ μαλακίαις hat Bekker κολακείαις aufgenommen.
-
4 ῥᾳ-θῡμία
ῥᾳ-θῡμία, ἡ, Leichtsinn, Nachlässigkeit, Sorglosigkeit; Eur. Med. 218 Cycl. 202; πολλὴ λόγου ῥᾳϑ., Plat. Phaed. 99 b; ἐκ ῥᾳϑυμίας, Legg. VI, 779 a; auch Vergnügungssucht, Zerstreuung; Thuc. setzt ῥᾳϑυμία μᾶλλον ἢ πόνων μελέτη gegenüber, 2, 39; καὶ τρυφή, καὶ ἀργία, Plat. Legg. X, 901 ce; Xen. Mem. 3, 5, 5; ὑπὸ ῥᾳϑυμίας καὶ μαλακίας, Lys. 10, 11; ὁ πλοῠτος ἐξουσίαν παρασκευάζει τῇ ῥᾳϑυμίᾳ, Isocr. 1, 6; κατὰ τὰς ἀναπαύσεις καὶ ῥᾳϑυμίας ἐν τῷ ζῆν, Pol. 10, 19, 5; Luc. Hermot. 4 u. a. Sp.
-
5 ἐργασία
ἐργασία, ἡ, das Arbeiten, die Thätigkeit, Arbeit, δυήπαϑος H. h. Merc. 486; Ggstz von ἀργία, Xen. Mem. 2, 7, 7; bes. Feldarbeit, αἱ ἐν ὑπαίϑρῳ ἐργασίαι Oec. 7, 20, vgl. 6, 9; τινός, Beschäftigung womit, Ausübung, Betreibung einer Kunst, eines Handwerks, τεχνῶν Plat. Gorg. 450 c; ἡ περὶ τὴν ϑάλατταν ἐργ. Rep. II, 371 c, vgl. Charmid. 163 b; τῆς ἡδονῆς, die Wirkung, Prot. 353 d; μισϑοῠται τὴν τῆς τραπέζης ἐργασίαν, das Geldwechselgeschäft, Dem. 36, 6; auch allein das Geldgeschäft, ibd. 11; ἡ κατὰ ϑάλατταν ἐργ. 33, 4; – das Gewerbe einer Hure, Dem. 18, 129; Κύπριδος Paul. Sil. 1 (V, 219). In Inscr. auch Zunft. Gewerk, βαφέων; vgl. Plut. Lys. 3. – Die Ausarbeitung, Verfertigung, τῶν τειχῶν Thuc. 7, 6; ὑποδημάτων Plat. Theaet. 146 d; οἰκίας Rep. IV, 438 d; τῶν ἱματίων Gorg. 449 d; auch das Verfertigte selbst, die Arbeit, ἡ τετράγωνος ἐργ., von den Hermen, Thuc. 6, 27; χερός Pind. Ol. 8, 42. Aber τρισσῶν ἐργασίην καμάτων, das Geräth, Werkzeug der Fischer, Jäger u. Vogelsteller, Satyr. ep. 1 (VI, 11). – Bearbeitung, τοῦ σιδήρου Her. 1, 68; χαλκοῦ Plat. Charm. 173 e; γῆς Ar. Ran. 1034 u. A.; τῶν χρυσείων μετάλλων, der Goldbergwerke, Thuc. 4, 105; vgl. Dem. 37, 35; auch περὶ τὰ ξύλα, Plat. Euthyd. 281 a. – Verarbeitung der Speisen, Verdauung, Arist. de respir. 11 u. öfter. – Erwerb, Xen. Mem. 3, 10, 1; Gewinn, χρημάτων, Arist. u. A.; ἐργασίας μὴ γιγνομένης Dem. 27, 20; ἐργασία καὶ δυναστεία 25, 7; Hurenerwerb, -lohn, Her. 2, 135; ἡ ἀπὸ τοῠ σώματος Dem. 59, 36; αἱ ἐκ τῆς ϑαλάσσης ἐργασίαι Pol. 4, 50, 3. – Im N. T. ist ἐργασίαν διδόναι operam dare, sich Mühe geben.
См. также в других словарях:
αργία — η 1. το να μην εργάζεται κανείς, ανάπαυση, σκόλη: Αύριο είναι αργία και δε θα χουμε σχολείο. 2. (εκκλησ.), προσωρινή παύση κληρικού: Ο δεσπότης τιμώρησε τον παπά του χωριού μ ένα μήνα αργία. 3. ποινή προσωρινής απομάκρυνσης αξιωματικού από το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οκνηρία — η (Α ὀκνηρία) [οκνηρός] τάση για αποφυγή εργασίας και κάθε δραστηριότητας, νωθρότητα, τεμπελιά («ἀπεῑχε πάσης ἐργασίας ζῶν ἐν ὀκνηρίᾳ καὶ ἀργίᾳ») … Dictionary of Greek
σαββατικός — ή, ό / σαββατικός, ή, όν, ΝΜΑ [Σάββατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Σάββατο, σαββατιάτικος 2. φρ. (στους Εβραίους) α) «σαββατικό(ν) έτος» κάθε έβδομο έτος κατά το οποίο η γη έμενε ακαλλιέργητη λόγω αγραναπαύσεως β) «σαββατικός μην» ο… … Dictionary of Greek
μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… … Dictionary of Greek
κρεμώ — και κρεμάζω και κρεμνώ, μέσ. παθ. κρεμώμαι και κρέμομαι και κρέμο(υ)μαι και κρεμ(ν)ιέμαι (AM κρεμῶ, άω και κρεμνῶ, άω και κρεμάζω, μέσ. παθ. κρέμομαι, Α και κρεμάννυμι και κρεμαννύω, επικ. τ. κρεμόω, Μ και κρεμμῶ, μέσ. παθ. κρέμομαι και κρέμουμαι … Dictionary of Greek
καθισ(ι)ό — και καθησ(ι)ό, το 1. η κατάσταση τού κάθομαι ή καθίζω 2. αποχή από εργασία, ανάπαυση, αργία («βαρέθηκα το καθισιό»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καθ ισ τού αορ. ἐκάθ ισα τού καθ ὶζ ω + κατάλ. ιό (πρβλ. συμ πεθερ ιό, τεμπελ ιό)] … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
σχολή — Ημιορεινός οικισμός (11 κάτ., υψόμ. 200), στην επαρχία Άνδρου του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Άνω Γαυρίου. * * * η, ΝΜΑ το ίδρυμα όπου παραδίδονται μαθήματα, σχολείο («Κυρηναϊκή Σχολή» φιλοσοφική σχολή που ιδρύθηκε από τον… … Dictionary of Greek
σκηνοπηγία — Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και… … Dictionary of Greek
κυριακός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Κ. (2ος αι. μ.Χ.). Τόσο αυτός όσο και ο Χριστιανός ήταν νήπια τα οποία αποκεφαλίστηκαν στη Ρώμη επί Αντωνίνου (138 160), επειδή, κατά την παράδοση, ψέλλιζαν το όνομα του Ιησού. Η μνήμη τους τιμάται… … Dictionary of Greek